- κολλώδης
- -ες (AM κολλώδης, -ῶδες) [κόλλα]αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολλώδης — glutinous masc/fem acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, όμοιος με κόλλα, γλοιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώδει — κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολλώδης glutinous masc/fem/neut dat sg κολλώδεϊ , κολλώδης glutinous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδη — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστάτων — κολλώδης glutinous fem gen superl pl κολλώδης glutinous masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστέρων — κολλώδης glutinous fem gen comp pl κολλώδης glutinous masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδέστατον — κολλώδης glutinous masc acc superl sg κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδεα — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδεις — κολλώδης glutinous masc/fem acc pl κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστάτου — κολλώδης glutinous masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)